-
1 ακαλλιέργητος
[акаллиэргитос]εκ. необработанный, невозделанный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακαλλιέργητος
-
2 невозделанность
η ακαλλιεργησίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > невозделанность
-
3 необработанный
ανεπεξέργαστοςαδούλευτος, ακαλλιέργητοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > необработанный
-
4 глохнуть
глохнутьнесов1. κουφαίνομαι, γίνομαι κουφός, ξεκουφαίνομαι·2. (затихать \глохнуть о звуках) σβήνω, χάνομαι·3. (дичать \глохнуть о саде, парке) μένω ἀκαλλιέργητος. -
5 глухцой
глухцо́й1. прил κουφός, κωφός, βα-ρύκοος·2. прил (о голосе, звуке) ὑπόκωφος, πνιχτός, βραχνός:\глухцой согласный лингв. τό ἄφωνο[ν] σύμφωνο[ν]·3. прил (отдаленный, тихий) ἀπόμερος, ἀπόκεν-τΡος, μακρυνός, παράμερος:\глухцойая провинция ἡ ἀπομακρυσμένη ἐπαρχία·4. прил (заросший) πυκνός, ἄγριος, ἀκαλλιέργητος· ^. -
6 невозделанный
невозделанн||ыйприл ἀκαλλιέργητος:\невозделанныйые земли αί ἀκαλλιέργητες ἐκτάσεις. -
7 необработанный
необработанн||ыйприл1. ἀκατέργαστος, ἀδούλευτος (о материале)! ἀκαλλιέργητος (о земле):\необработанныйые земли οἱ ἀκαλλιέργητες ἐκτάσεις· \необработанный шелк τό ἀκατέργαστο μετάξι·2. (неотделанный) ἀδούλευτος, μή δουλεμένος:\необработанныйая статья τό ἀδούλευτο ἀρθρο. -
8 пустовать
пустоватьнесов εἶμαι ἄδειος/ εἶμαι ἀκατοίκητος (т/с. о жилье)/ εἶμαι ἀκαλλιέργητος (о земле):театр пустует τό θέατρο εἶναι ἄδειο. -
9 невозделанный
[νιβαζντιέλαννυϊ] εκ. ακαλλιέργητος -
10 необработанный
[νιαμπραμπόταννυϊ] εκ. ακατέργαστος, ακαλλιέργητος -
11 невозделанный
[νιβαζντιέλαννυϊ] επ ακαλλιέργητος -
12 необработанный
[νιαμπραμπόταννυϊ] επ ακατέργαστος, ακαλλιέργητος -
13 гулевой
επ. (διαλκ.).1. μη εργάσιμος, της αργίας•-ые дни μέρες αργίας.
|| ακαλλιέργητος, αχρησιμοποίητος.2. ανήθικος, έκλυτος. -
14 гулять
ρ.δ., επίρ. μτχ. гуляя κ. гуляючи.1. περιπατώ, κάνω περίπατο, βολτάρω, σεργιανίζω. || μτφ. περιφέρομαι, κόβω βόλτες. || διαδίδομαι, μεταδίδομαι γρήγορα, ανεμπόδιστα•холера -ет по стране η χολέρα γρήγορα διαδίδεται στη χώρα.
2. έχω αργία, ρεπό, αργώ, σχολάζω, δε δουλεύω. || (για γη) μένω ακαλλιέργητος.3. διασκεδάζω, γλεντώ.4. (с кем) έχω ερωτικές σχέσεις. || κάνω έκλυτη ζωή, εξωκέλλω, παραστρατώ.εκφρ.по рукам -ет – (για επιστολή, βιβλίο κλπ.) περιέρχεται, κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι.έχω διάθεση για περίπατο. -
15 малоземельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноμικροϊδιοκτήτης γης, φτωχοαγρότης•-ое крестьянство φτωχοαγρότες.
|| άγονος, ακαλλιέργητος. -
16 невозделанный
επ., βρ: -лан, -а, -оακαλλιέργητος•-ая почва ακαλλιέργητο έδαφος.
-
17 невспаханный
επ.ακαλλιέργητος., ανόργωτος•-ое поле ανόργωτο χωράφι.
-
18 необработанный
επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) ακαλλιέργητος• ανεπεξέργαστος, αδούλευτος•-стиль ακαλλιέργητο στυλ•
-ая земля ακαλλιέργητη γη•
-ая статья αδούλευτο άρθρο.
-
19 пустошный
-
20 пустошь
-и θ.μέρος, τόπος ανοικοδόμητος ή ακαλλιέργητος.
См. также в других словарях:
ακαλλιέργητος — η, ο 1. αυτός που δεν καλλιεργήθηκε, έμεινε χέρσος: Άφησαν τα χωράφια ακαλλιέργητα. 2. αμόρφωτος, αγροίκος: Είναι άνθρωπος εντελώς ακαλλιέργητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλλιέργητος — η, ο ( ος, ον) και διαλ. ακαλλούργητος, ακαλλούργιστος [καλλιεργώ] 1. αυτός που δεν έχει καλλιεργηθεί, δεν έχει ξεχερσωθεί, οργωθεί «χωράφι ακαλλιέργητο» 2. μτφ. απαίδευτος, αμόρφωτος, αγροίκος … Dictionary of Greek
αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) … Dictionary of Greek
νεώ — (I) νεῶ, άω (Α) 1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ άμφοτέρας τὰς… … Dictionary of Greek
χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… … Dictionary of Greek
άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… … Dictionary of Greek
άκτιτος — ἄκτιτος, ον (Α) (για τη γή) ακαλλιέργητος (στα Μυκηναϊκά α ki ti to). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τύπος τής λέξης ἄκτιστος*] … Dictionary of Greek
άναυλος — (I) ἄναυλος, ον (Α) [αυλός] 1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό 2. εκείνος που δεν παίζει αυλό 3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά. (II) η, ο [ναύλος] 1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο 2. αυτός που έφυγε… … Dictionary of Greek
άξεστος — η, ο (AM ἄξεστος, ον) 1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής) 2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξεστός < ξέω] … Dictionary of Greek
άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
άσπαρτος — η, ο (AM ἄσπαρτος, ον) [σπείρω] (για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε νεοελλ. 1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το το φυτό ερύγγιο… … Dictionary of Greek